- μετεωρισμός
- μετεωρισμόςrising to the surfacemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετεωρισμός — Η διάταση της κοιλιακής κοιλότητας, εξαιτίας της παρουσίας μεγάλης ποσότητας αερίων ή αέρα στα έντερα. * * * ο (ΑΜ μετεωρισμός) [μετεωρίζω] 1. μετεώριση, ανύψωση («μετεωρισμὸς τῶν ποδῶν», Αριστοτ.) 2. οίδημα, φούσκωμα νεοελλ. ιατρ. διόγκωση τού… … Dictionary of Greek
μετεωρισμός — ο 1. η ανύψωση: Ο μετεωρισμός του αεροπλάνου. 2. (ιατρ.), το φούσκωμα των εντέρων με αέρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετεωρισμοῖς — μετεωρισμός rising to the surface masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρισμοῖσιν — μετεωρισμός rising to the surface masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρισμοί — μετεωρισμός rising to the surface masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρισμοῦ — μετεωρισμός rising to the surface masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρισμούς — μετεωρισμός rising to the surface masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρισμῶν — μετεωρισμός rising to the surface masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρισμῷ — μετεωρισμός rising to the surface masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρισμόν — μετεωρισμός rising to the surface masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)